- ποίμνη
- Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού.
* * *η, ΝΜΑ1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστόαρχ.1. αγέλη ζώων2. (με περιλπτ. σημ.) ένα μόνο ζώο τού κοπαδιού3. μτφ. πλήθος ανθρώπων, ομάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποι-μήν με τη μηδενισμένη βαθμίδα -μν- τού επιθήματος -μην].
Dictionary of Greek. 2013.